- ἀποκωκύω
- ἀποκωκύω,A mourn loudly over,
τινά A.Ag.1544
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινά A.Ag.1544
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκωκύω — ἀποκωκύω (Α) μοιρολογώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»] … Dictionary of Greek
ἀποκωκῦσαι — ἀποκωκύω mourn loudly over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκώκυεν — ἀπεκώκῡεν , ἀποκωκύω mourn loudly over imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)